αλαζονικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλαζονικότητα < αλαζονικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλαζονικότητα θηλυκό
- η αλαζονική συμπεριφορά
- Αν η σχέση ανάμεσα στα κόμματα και τους ψηφοφόρους δεν ήταν αυτή ακριβώς, δεν θα ζούσαμε ένα γεγονός τόσο κραυγαλέο, που απορεί κανείς γιατί δεν σχολιάζεται: την αλαζονικότητα που διακρίνουμε στα πρόσωπα και στις κινήσεις των αρχηγών των κομμάτων προεκλογικά, να την αντικαθιστούν μετεκλογικά μια μειλιχιότητα και μια προβληματισμένη έκφραση που τους κάνει πολύ πιο ανθρώπινους. (*)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλαζονικότητα
|