ακαρεοφοβία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακαρεοφοβία < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ka.ɾe.o.foˈvi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐ρε‐ο‐φο‐βί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακαρεοφοβία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακαρεοφοβία
|