Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αιρεσιάρχης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αιρεσιάρχ
ης
οι
αιρεσιάρχ
ες
γενική
του
αιρεσιάρχ
η
των
αιρεσιαρχ
ών
αιτιατική
τον
αιρεσιάρχ
η
τους
αιρεσιάρχ
ες
κλητική
αιρεσιάρχ
η
αιρεσιάρχ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αιρεσιάρχης
< (
ελληνιστική κοινή
)
αἱρεσιάρχης
<
αἵρεσις
+
-άρχης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αιρεσιάρχης
αρσενικό
ο
αρχηγός
μιας θρησκευτικής
αίρεσης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αιρεσιάρχης
πολωνικά
:
herezjarcha
(pl)