αιμοκαλλιέργεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιμοκαλλιέργεια < αιμο- + -καλλιέργεια
Ουσιαστικό επεξεργασία
αιμοκαλλιέργεια θηλυκό
- εξέταση για την ανίχνευση μικροβίων στο αίμα με τεχνητό πολλαπλασιασμό στο εργαστήριο
Ταυτόσημο επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αιμοκαλλιέργεια