αθηρωμάτωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αθηρωμάτωση | οι | αθηρωματώσεις |
γενική | της | αθηρωμάτωσης* | των | αθηρωματώσεων |
αιτιατική | την | αθηρωμάτωση | τις | αθηρωματώσεις |
κλητική | αθηρωμάτωση | αθηρωματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αθηρωματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αθηρωμάτωση < ελληνιστική ἀθύρωμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααθηρωμάτωση θηλυκό
- (ιατρική) η εναπόθεση αθηρώματος στο εσωτερικό τοίχωμα των αρτηριών
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αθηρωμάτωση