Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αθεοσύνη οι αθεοσύνες
      γενική της αθεοσύνης των αθεοσυνών
    αιτιατική την αθεοσύνη τις αθεοσύνες
     κλητική αθεοσύνη αθεοσύνες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αθεοσύνη < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.θe.oˈsi.ni/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αθεοσύνη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία