αερόσουστα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααερόσουστα θηλυκό
- η αερανάρτηση
- ※ Ανάρτηση. Μπροστά: Ανεξάρτητη, διπλό ψαλίδι, αερόσουστα με προσαρμοζόμενο αποσβεστήρα, ράβδος σταθεροποίησης (Model S Εγχειρίδιο κατόχου, πρόσβαση 23/12/2022, [1])
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αερόσουστα
|