↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεροναυπηγία οι αεροναυπηγίες
      γενική της αεροναυπηγίας των αεροναυπηγιών
    αιτιατική την αεροναυπηγία τις αεροναυπηγίες
     κλητική αεροναυπηγία αεροναυπηγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αεροναυπηγία < αερο- + ναυπηγία < ναυπηγώ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αεροναυπηγία θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία