Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεροβιομηχανία οι αεροβιομηχανίες
      γενική της αεροβιομηχανίας των αεροβιομηχανιών
    αιτιατική την αεροβιομηχανία τις αεροβιομηχανίες
     κλητική αεροβιομηχανία αεροβιομηχανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεροβιομηχανία < αερο- + βιομηχανία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεροβιομηχανία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία