αδαμαντουργός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδαμαντουργός < αδάμαντ(ος) + -ουργός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
αδαμαντουργός αρσενικό
αδαμαντουργός αρσενικό