Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αδαμαντοπώλης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αδαμαντοπώλ
ης
οι
αδαμαντοπώλ
ες
γενική
του
αδαμαντοπώλ
η
των
αδαμαντοπωλ
ών
αιτιατική
τον
αδαμαντοπώλ
η
τους
αδαμαντοπώλ
ες
κλητική
αδαμαντοπώλ
η
αδαμαντοπώλ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αδαμαντοπώλης
<
αδάμαντας
,
αδαμαντ-
+
-ο-
+
-πώλης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αδαμαντοπώλης
αρσενικό ή θηλυκό
(
επάγγελμα
) πωλητής διαμαντιών ή πολύτιμων λίθων σε
αδαμαντοπωλείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αδαμαντοπώλης
τουρκικά
:
elmasçı
(tr)