αδαμαντοπώλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αδαμαντοπώλης αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) πωλητής διαμαντιών ή πολύτιμων λίθων σε αδαμαντοπωλείο
αδαμαντοπώλης αρσενικό ή θηλυκό