Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀγυιά αἱ ἀγυιαί
      γενική τῆς ἀγυιᾶς τῶν ἀγυιῶν
      δοτική τῇ ἀγυι ταῖς ἀγυιαῖς
    αιτιατική τὴν ἀγυιάν τὰς ἀγυιάς
     κλητική ! ἀγυιά ἀγυιαί
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγυιά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄγυια, με σπάνια μορφή ἀγυιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀγυιά θηλυκό

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία