αγροτοεργάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααγροτοεργάτης αρσενικό
- (επάγγελμα) άλλη μορφή του αγρεργάτης
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγροτοεργάτης
|
Πηγές
επεξεργασία- αγρεργάτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)