↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγριόφατσα οι αγριόφατσες
      γενική της αγριόφατσας των αγριόφατσων
    αιτιατική την αγριόφατσα τις αγριόφατσες
     κλητική αγριόφατσα αγριόφατσες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγριόφατσα < αγριό- + φάτσα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγριόφατσα θηλυκό

  • (προφορικό, μειωτικό) (για άνθρωπο) που έχει άγρια χαρακτηριστικά προσώπου ή έκφραση προσώπου
    ※  -‘Κάτι ξέρουμε κι εμείς από έρωτα μικρέ. Μείνε ήσυχος. Αν είναι στην πόλη, το βράδυ θα βρίσκεται στο κρεβάτι σου. Πάνε να γίνεις όμορφος τώρα. Μην τρομάξει η κοπέλα με την αγριόφατσα σου’, του είπε γελώντας.
    -‘Μα δεν σου είπα ούτε καν πού μένει’.
    - ‘Κάνε την δουλειά σου ρε αδερφέ. Άντε τελείωνε. Δεν μ' αρέσει να μ' αμφισβητούν. Ζήτησες κάτι και σου είπα ότι θα γίνει.
    Κώστας Κυριακίδης, Προπατορικό Αμάρτημα, αρχική δημοσίευση: (2013), εκδόσεις: AKAKIA, ISBN 9781909550537, @google.gr/books

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αγριόφατσαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)