Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγριοκόκορας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αγριοκόκορ
ας
οι
αγριοκόκορ
ες
γενική
του
αγριοκόκορ
α
των
αγριοκοκόρ
ων
αιτιατική
τον
αγριοκόκορ
α
τους
αγριοκόκορ
ες
κλητική
αγριοκόκορ
α
αγριοκόκορ
ες
Κατηγορία
όπως «
φύλακας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγριο-
+
κόκορας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρσενικό
(και
ουδέτερο
το
αγριοκοκόρι
)
η αρσενική
αγριόκοτα