αγκαθιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγκαθιά | οι | αγκαθιές |
γενική | της | αγκαθιάς | των | αγκαθιών |
αιτιατική | την | αγκαθιά | τις | αγκαθιές |
κλητική | αγκαθιά | αγκαθιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αγκαθιά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀκανθέα.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αγκάθ(ι) + -ιά.
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aŋ.gaˈθça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γκα‐θιά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγκαθιά θηλυκό
- (φυτό) θάμνος με αγκάθια
- (κατ’ επέκταση) περιοχή με τέτοιους θάμνους
Συγγενικά
επεξεργασία- Αγκαθιά (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγκαθιά
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αγκαθιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας