αγερασιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγερασιά | οι | αγερασιές |
γενική | της | αγερασιάς | των | αγερασιών |
αιτιατική | την | αγερασιά | τις | αγερασιές |
κλητική | αγερασιά | αγερασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγερασιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγερασιά θηλυκό