Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγελοθεσία οι αγγελοθεσίες
      γενική της αγγελοθεσίας των αγγελοθεσιών
    αιτιατική την αγγελοθεσία τις αγγελοθεσίες
     κλητική αγγελοθεσία αγγελοθεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγελοθεσία < ελληνιστική άγγελος + θέση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγγελοθεσία θηλυκό

  1. θέση αγγέλου
  2. περιοχή αγγέλων
  3. η θέση αγιογραφίας αγγέλων στους ορθόδοξους χριστιανικούς ναούς, περί ή υπό τον τρούλο

  Μεταφράσεις επεξεργασία