Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγειοπλάστρια οι αγγειοπλάστριες
      γενική της αγγειοπλάστριας των αγγειοπλαστριών
    αιτιατική την αγγειοπλάστρια τις αγγειοπλάστριες
     κλητική αγγειοπλάστρια αγγειοπλάστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγειοπλάστρια < αγγειοπλάστης + κατάληξη θηλυκού -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγγειοπλάστρια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αγγειοπλάστης