αγγειολαβίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγγειολαβίδα θηλυκό
- (ιατρική) ειδική λαβίδα που ενδείκνυται για τη χειρούργηση αγγείων
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγγειολαβίδα
|
αγγειολαβίδα θηλυκό
|