αγανακτισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγανακτισμός < μεσαιωνική ελληνική αγανακτισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγανακτισμός αρσενικό
- (σπάνιο) η αγανάκτηση ή η εκδήλωσή της
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγανακτισμός
→ δείτε τη λέξη αγανάκτηση |