Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγαθαγγελιστής < αγαθαγγελισμός + -ης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγαθαγγελιστής οι αγαθαγγελιστές
      γενική του αγαθαγγελιστή των αγαθαγγελιστών
    αιτιατική τον αγαθαγγελιστή τους αγαθαγγελιστές
     κλητική αγαθαγγελιστή αγαθαγγελιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγαθαγγελιστής αρσενικό, πληθυντικός "αγαθαγγελιστές"

  • ο οπαδός και πιστός στις προφητείες που αναφέρονται στο κείμενο "Αγαθάγγελος"
    ※  Είδαμε ακόμα πως είταν αγαθαγγελιστής και ξέρουμε τη στενή σχέση που είχε και αγαθαγγελισμός, από την πρώτη του εμφάνιση ώς τα πρόσφατα χρόνια , με την πραγματοποίηση των ιδανικών του Γένους (Νέα Εστία, Τεύχος 397, Ι.Δ. Κολλάρος & Σια, σελ. 116, 1943)

  Μεταφράσεις επεξεργασία