αγαθαγγελισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγαθαγγελισμός < Αγαθάγγελος + -ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγαθαγγελισμός αρσενικό, μόνο στον ενικό
- η πίστη στο χειρόγραφο Αγαθάγγελος και στις προφητείες αυτού.
- ※ Στα λαϊκά στρώματα , που διψούν κάτι καλλίτερο , βρίσκει πρόσφορο έδαφος με προφητείες και θαύματα και αγαθαγγελισμός, ο Μακρακισμός - που εκφράζει τη θρησκευτική όψη της Μεγάλης Ιδέας (Τα Άπαντα, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τόμος 6, σελ. 153, Χρήστος Γιοβάνης, 1972)
- ※ Είδαμε ακόμα πως είταν αγαθαγγελιστής και ξέρουμε τη στενή σχέση που είχε και αγαθαγγελισμός, από την πρώτη του εμφάνιση ώς τα πρόσφατα χρόνια , με την πραγματοποίηση των ιδανικών του Γένους (Νέα Εστία, Τεύχος 397, Ι.Δ. Κολλάρος & Σια, σελ. 116, 1943)
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγαθαγγελισμός
|