Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβγοσαλάτα οι αβγοσαλάτες
      γενική της αβγοσαλάτας των αβγοσαλατών
    αιτιατική την αβγοσαλάτα τις αβγοσαλάτες
     κλητική αβγοσαλάτα αβγοσαλάτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
αβγοσαλάτα

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβγοσαλάτα < αβγ(ό) + -ο- + σαλάτα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αβγοσαλάτα θηλυκό

  • (γαστρονομία) σαλάτα με κύριο συστατικό βραστά αβγά
    περίφημη αβγοσαλάτα είναι η λεγόμενη "Χαβάη" με ενωμένες αντίθετα κομμένες φέτες αυγών σχηματίζοντας περιμετρική ασπροκίτρινη χαβανέζικη γιρλάντα

  Μεταφράσεις επεξεργασία