αβγοπόλεμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααβγοπόλεμος αρσενικό
- πόλεμος που επιχειρείται με αβγά
- παραδοσιακό αναστάσιμο έθιμο του Πόντου που έχει μεταφερθεί σε διάφορα μέρη της Ελλάδας
Μεταφράσεις
επεξεργασία αβγοπόλεμος
|