Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αβγοπόλεμος οι αβγοπόλεμοι
      γενική του αβγοπόλεμου των αβγοπόλεμων
    αιτιατική τον αβγοπόλεμο τους αβγοπόλεμους
     κλητική αβγοπόλεμε αβγοπόλεμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβγοπόλεμος < αβγ(ό) + -ο- + πόλεμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αβγοπόλεμος αρσενικό

  1. πόλεμος που επιχειρείται με αβγά
  2. παραδοσιακό αναστάσιμο έθιμο του Πόντου που έχει μεταφερθεί σε διάφορα μέρη της Ελλάδας

  Μεταφράσεις επεξεργασία