Δείτε επίσης: αβγοκουλούρα
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αβγοκούλουρα
      γενική των αβγοκούλουρων
    αιτιατική τα αβγοκούλουρα
     κλητική αβγοκούλουρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβγοκούλουρα < αβγο- + κουλούρ(ι) +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.vɣoˈku.lu.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βγο‐κού‐λου‐ρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αβγοκούλουρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αβγοκούλουραΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)