αβγοζύγης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβγοζύγης < αβγό + ζύγι (αυτός που ζυγίζει ακόμη και το αβγό και το πουλάει ανάλογα με το βάρος του)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αβγοζύγης αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβγοζύγης
|
αβγοζύγης αρσενικό
|