αβατσνιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αβατσνιά | οι | αβατσνιές |
γενική | της | αβατσνιάς | των | αβατσνιών |
αιτιατική | την | αβατσνιά | τις | αβατσνιές |
κλητική | αβατσνιά | αβατσνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίααβατσνιά θηλυκό
- (φυτό) (ιδιωματικό) άλλη μορφή του βατσινιά