αβάθεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αβάθεια | ||
γενική | της | αβάθειας | ||
αιτιατική | την | αβάθεια | ||
κλητική | αβάθεια | |||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβάθεια < αβαθής
Ουσιαστικό επεξεργασία
αβάθεια θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβάθεια