έποχο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έποχο | τα | έποχα |
γενική | του | έποχου | των | έποχων |
αιτιατική | το | έποχο | τα | έποχα |
κλητική | έποχο | έποχα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- έποχο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
έποχο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
έποχο
|
Πηγές επεξεργασία
- Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)