άχερο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άχερο | τα | άχερα |
γενική | του | άχερου | των | άχερων |
αιτιατική | το | άχερο | τα | άχερα |
κλητική | άχερο | άχερα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άχερο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
άχερο ουδέτερο
- μορφή του: άχυρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
άχερο
→ δείτε τη λέξη άχυρο |