Ωμόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ωμόπουλος | οι | Ωμόπουλοι & Ωμοπουλαίοι1 |
γενική | του | Ωμόπουλου & Ωμοπούλου |
των | Ωμόπουλων2 & Ωμοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Ωμόπουλο | τους | Ωμόπουλους3 & Ωμοπουλαίους |
κλητική | Ωμόπουλε | Ωμόπουλοι & Ωμοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Ωμοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Ωμοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ωμόπουλος < + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΩμόπουλος αρσενικό (θηλυκό Ωμοπούλου)