Ψαρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ψαρός | οι | Ψαροί |
γενική | του | Ψαρού | των | Ψαρών |
αιτιατική | τον | Ψαρό | τους | Ψαρούς |
κλητική | Ψαρέ | Ψαροί | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ψαρός < ψαρός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /psaˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ψα‐ρός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΨαρός αρσενικό (θηλυκό Ψαρού)