Ψαραδόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ψαραδόπουλος | οι | Ψαραδόπουλοι & Ψαραδοπουλαίοι1 |
γενική | του | Ψαραδόπουλου & Ψαραδοπούλου |
των | Ψαραδόπουλων2 & Ψαραδοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Ψαραδόπουλο | τους | Ψαραδόπουλους3 & Ψαραδοπουλαίους |
κλητική | Ψαραδόπουλε | Ψαραδόπουλοι & Ψαραδοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Ψαραδοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Ψαραδοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ψαραδόπουλος < + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΨαραδόπουλος αρσενικό (θηλυκό Ψαραδοπούλου)