Χρυσάιδω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Χρυσάιδω | οι | Χρυσάιδες |
γενική | της | Χρυσάιδως | των | Χρυσάιδων |
αιτιατική | τη | Χρυσάιδω | τις | Χρυσάιδες |
κλητική | Χρυσάιδω | Χρυσάιδες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Χρυσάιδω < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΧρυσάιδω θηλυκό