Χιμαριώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Χιμαριώτης αρσενικό (θηλυκό Χιμαριώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος της Χιμάρας ή ο καταγόμενος απ' αυτή
- ※ Όταν τον Δεκέμβριο του 1806 ξέσπασε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, οι Ρώσοι χρησιμοποίησαν τα στρατιωτικά σώματα των Σουλιωτών, τα οποία είχαν αρχίσει να οργανώνουν από το 1805 μετά την καταφυγή των τελευταίων στα Ιόνια νησιά, καθώς και Χιμαριώτες. (Ιστορία του ελληνικού έθνους. Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία (περίοδος 1669–1821): Τουρκοκρατία, λατινοκρατία, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, ISBN: 978–960–213–107–7, σελ. 412)
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Χιμαριώτης
|