Χαϊνόπουλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Χαϊνόπουλος | οι | Χαϊνόπουλοι & Χαϊνοπουλαίοι1 |
γενική | του | Χαϊνόπουλου & Χαϊνοπούλου |
των | Χαϊνόπουλων2 & Χαϊνοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Χαϊνόπουλο | τους | Χαϊνόπουλους3 & Χαϊνοπουλαίους |
κλητική | Χαϊνόπουλε | Χαϊνόπουλοι & Χαϊνοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Χαϊνοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Χαϊνοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Χαϊνόπουλος < + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Χαϊνόπουλος αρσενικό (θηλυκό Χαϊνοπούλου)