Χανιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Χανιώτισσα < Χανιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xaˈɲo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χα‐νιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΧανιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Χανιώτης
Συγγενικά
επεξεργασία- χανιώτικος
- → και δείτε τις λέξεις Χάνι, Χάνια και Χανιά
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Χανιώτης
Χανιώτισσα
|