Χαλβαντζαίικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Χαλβαντζαίικα | ||
γενική | των | Χαλβαντζαίικων | ||
αιτιατική | τα | Χαλβαντζαίικα | ||
κλητική | Χαλβαντζαίικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Χαλβαντζαίικα < επώνυμο Χαλβαντζ(ής) + -αίικα
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xal.vanˈd͡ze.i.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χαλ‐βαν‐τζαί‐ι‐κα
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Χαλβαντζαίικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Χαλβαντζαίικα