Χήρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Χήρος | οι | Χήροι |
γενική | του | Χήρου | των | Χήρων |
αιτιατική | τον | Χήρο | τους | Χήρους |
κλητική | Χήρε | Χήροι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Χήρος < χήρος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Χήρος αρσενικό (θηλυκό Χήρου)