Χάυδω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Χάυδω | οι | Χάυδες |
γενική | της | Χάυδως | των | Χάυδων |
αιτιατική | τη | Χάυδω | τις | Χάυδες |
κλητική | Χάυδω | Χάυδες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Χάυδω < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΧάυδω θηλυκό