Φρασαριώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Φρασαριώτισσα < Φρασαριώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φρα‐σα‐ριώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΦρασαριώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Φρασαριώτης
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Φράσσαρη
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Φρασαριώτης
Φρασαριώτισσα