Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Φιλοπάτωρ οἱ Φιλοπάτορες
      γενική τοῦ Φιλοπάτορος τῶν Φιλοπατόρων
      δοτική τῷ Φιλοπάτορ τοῖς Φιλοπάτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Φιλοπάτορ τοὺς Φιλοπάτορᾰς
     κλητική ! Φιλοπάτορ Φιλοπάτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Φιλοπάτορε
γεν-δοτ τοῖν  Φιλοπατόροιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
Συνήθως στον ενικό.
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φιλοπάτωρ < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Φιλοπάτωρ αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία