Φιλοθεάτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Φιλοθεάτισσα < Φιλοθεάτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fi.lo.θeˈa.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φι‐λο‐θε‐ά‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΦιλοθεάτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Φιλοθεάτης
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Φιλοθέη
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Φιλοθέατης
Φιλοθεάτισσα
|