Φιλιππήσιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Φιλιππήσιος | οἱ | Φιλιππήσιοι |
γενική | τοῦ | Φιλιππησίου | τῶν | Φιλιππησίων |
δοτική | τῷ | Φιλιππησίῳ | τοῖς | Φιλιππησίοις |
αιτιατική | τὸν | Φιλιππήσιον | τοὺς | Φιλιππησίους |
κλητική ὦ! | Φιλιππήσιε | Φιλιππήσιοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Φιλιππησίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Φιλιππησίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΦιλιππήσιος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) ο κάτοικος των Φιλίππων
Πηγές
επεξεργασία- Φιλιππήσιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.