Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Φατσάδικα
      γενική των Φατσάδικων
    αιτιατική τα Φατσάδικα
     κλητική Φατσάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φατσάδικα < το επώνυμο του πρώτου οικιστή Φατσέας[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /faˈt͡sa.ði.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φα‐τσά‐δι‐κα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Φατσάδικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Εμμανουήλ Π. Καλλίγερος (2002), Κυθηραϊκά επώνυμα. Ιστορική, γεωγραφική και γλωσσική προσέγγιση, Αθήνα: Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών