Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Φασσέας οι Φασσέηδες
      γενική του Φασσέα των Φασσέηδων
    αιτιατική τον Φασσέα τους Φασσέηδες
     κλητική Φασσέα Φασσέηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δουρίδας (κλίση: Αντρέας)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φασσέας < άγνωστης ετυμολογίας Ίσως από τη φάσ(σ)α • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /faˈse.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φασ‐σέ‐ας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Φασσέας αρσενικό (θηλυκό Φασσέα)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία