Φασσέας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Φασσέας < άγνωστης ετυμολογίας Ίσως από τη φάσ(σ)α • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /faˈse.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φασ‐σέ‐ας
Κύριο όνομα επεξεργασία
Φασσέας αρσενικό (θηλυκό Φασσέα)