Υψηλός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Υψηλός | οι | Υψηλοί |
γενική | του | Υψηλού | των | Υψηλών |
αιτιατική | τον | Υψηλό | τους | Υψηλούς |
κλητική | Υψηλέ | Υψηλοί | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Υψηλός < υψηλός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΥψηλός αρσενικό (θηλυκό Υψηλού)