Δείτε επίσης: υπαταίος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Υπαταίος οι Υπαταίοι
      γενική του Υπαταίου των Υπαταίων
    αιτιατική τον Υπαταίο τους Υπαταίους
     κλητική Υπαταίε Υπαταίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Υπαταίος < Υπάτ(η) + -αίος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Υπαταίος αρσενικό (θηλυκό Υπαταία)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία