Υπαταίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Υπαταίος | οι | Υπαταίοι |
γενική | του | Υπαταίου | των | Υπαταίων |
αιτιατική | τον | Υπαταίο | τους | Υπαταίους |
κλητική | Υπαταίε | Υπαταίοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΥπαταίος αρσενικό (θηλυκό Υπαταία)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή δημότης ή αυτός που κατάγεται από την Υπάτη
Μεταφράσεις
επεξεργασία Υπαταίος
|