Τσοβόλας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τσοβόλας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡soˈvo.las/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσο‐βό‐λας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤσοβόλας αρσενικό (θηλυκό Τσοβόλα)
Τσοβόλας αρσενικό (θηλυκό Τσοβόλα)